- ἐκξέω
- ἐκξέω,A wipe off, erase, App. Anth.7.56,71, Tz.adLyc.874.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκξέω — ἐκξέω (AM) μσν. σκουπίζω καλά, καθαρίζω ξύνοντας ή τρίβοντας αρχ. λειαίνω εντελώς … Dictionary of Greek
ἐκξέομεν — ἐκξέω wipe off pres ind act 1st pl (epic doric ionic aeolic) ἐκξέω wipe off imperf ind act 1st pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκξέειν — ἐκξέω wipe off pres inf act (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκξύω — ἐκξύω (Α) εκξέω … Dictionary of Greek
ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… … Dictionary of Greek